εἰλίπους — εἰ̱λίπους , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλίπους — εἰ̱λίπους , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλίποδ' — εἰ̱λίποδα , εἰλίπους rolling in their gait neut nom/voc/acc pl εἰ̱λίποδα , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem acc sg εἰ̱λίποδι , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut dat sg εἰ̱λίποδε , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλίποδ' — εἰ̱λίποδα , εἰλίπους rolling in their gait neut nom/voc/acc pl εἰ̱λίποδα , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem acc sg εἰ̱λίποδι , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut dat sg εἰ̱λίποδε , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλιξ — ἕλιξ, ο, η (Α) 1. στριμμένος ελικοειδώς 2. (για βόδι) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο ειλίπους 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕλιξ το βόδι 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕλιξ βλ. έλικας … Dictionary of Greek
ειλιπόδης — εἰλιπόδης, ο (Α) 1. ειλίπους 2. (για στίχο) ο σκάζων … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
εἰλιπόδεσι — εἰ̱λιπόδεσι , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλιπόδεσσι — εἰ̱λιπόδεσσι , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλιπόδεσσιν — εἰ̱λιπόδεσσιν , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)